- ἐντίκτουσαι
- ἐντίκτωbearpres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εντίκτω — ἐντίκτω (Α) 1. γεννώ κάπου («δόμοις τοῑσδ ἄρσεν ἐντίκτω κόρον», Ευρ.) 2. δημιουργώ, παράγω, εμπνέω («ἔχθρας ὄγκον μέγαν ἐντίκτουσαι», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek